- παρατρέω
- παρα-τρέω, aor. παρέτρεσσαν spring to one side, shy, Il. 5.295†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παρατρέω — Α (επικ. τ.) 1. παρεκκλίνω από φόβο, τρομάζω και φεύγω, παραμερίζω φοβισμένος 2. (για άλογα) ξυπάζομαι, τρομάζω και πηδώ πλάγια («παρέτρεσαν δὲ οἱ ἵπποι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρέω «τρέμω, τρομάζω»] … Dictionary of Greek
παρέτρεσαν — παρατρέω start aside from fear aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέτρεσσαν — παρατρέω start aside from fear aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՍՏԵՐԻՒՐԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0745 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 12c ձ. παροδεύω, παρατρέω praetergredior, transgredior δισατρέχω praetereo. Թիւրիլ. խոտորիլ. զարտուղիլ. ելանել զանցանել ըստ. *Եւ ոչ ստերիւրեցայց ի ճշմարտութենէն. Իմ. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)